- εξάεδρο
- τοστερεό σώμα, που έχει έξι επίπεδες έδρες, πολύεδρο που ορίζεται από έξι επίπεδες επιφάνειες: Ο κύβος είναι κανονικό εξάεδρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξαεδρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο εξάεδρο ή έχει σχήμα εξαέδρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξάεδρο(ν). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Κωνστ. Μητσόπουλο] … Dictionary of Greek
πολύεδρο — Κάθε σχήμα του χώρου, που περατώνεται σε επίπεδα πολύγωνα. Κάθε τέτοιο πολύγωνο λέμε ότι είναι μια έδρα του π. Κάθε κορυφή και κάθε πλευρά έδρας λέμε αντίστοιχα ότι είναι κορυφή και ακμή του π. Ο αριθμός των εδρών κάθε π. είναι μεγαλύτερος ή ίσος … Dictionary of Greek
εξάεδρος — η, ο (Α ἑξάεδρος, ον) αυτός που έχει έξι έδρες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑξάεδρο(ν) α) μαθημ. στερεό σώμα με έξι έδρες β) (κρυσταλλ.) κρυσταλλικό σχήμα που αποτελεί τη βάση τού κυβικού κρυσταλλικού συστήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ.… … Dictionary of Greek
κυβός — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… … Dictionary of Greek
κύβος — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… … Dictionary of Greek
πρίσμα — I Στη γεωμετρία ονομάζεται έτσι κάθε στερεό, που περιορίζεται από τμήματα επιπέδων (έδρες) τέτοια, ώστε δύο από αυτά να είναι πολύγωνα ίσα μεταξύ τους, με τα επίπεδά τους παράλληλα (βάσεις) και τα άλλα παραλληλόγραμμα (παράπλευρες έδρες). Οι… … Dictionary of Greek
δωδεκάεδρο — Στερεό που έχει δώδεκα έδρες. Αν οι έδρες αυτές είναι κανονικά πεντάγωνα και οι στερεές γωνίες τους είναι ίσες μεταξύ τους, τότε το δ. ονομάζεται κανονικό. Ανάμεσα στα άπειρα πολύεδρα του χώρου, υπάρχουν πέντε κανονικά. To κανονικό δ. είναι ένα… … Dictionary of Greek
εξάεδρος — η, ο 1. που έχει έξι έδρες (επιφάνειες). 2. το ουδ. ως ουσ., εξάεδρο, το (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαεδρικός — ή, ό που αναφέρεται στο εξάεδρο (βλ. λ.), που έχει σχήμα εξάεδρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κύβος — ο 1. κανονικό εξάεδρο που οι έδρες του είναι τετράγωνα. 2. ζάρι. 3. το γινόμενο που βγαίνει από το διπλό πολλαπλασιασιασμό αριθμού με τον εαυτό του, τρίτη δύναμη: Το 8 είναι ο κύβος του 2. 4. φρ., «Pίχτηκε ο κύβος» σημαίνει ότι τελικά, ύστερα από … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)